νοσογεωγραφικός

νοσογεωγραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νοσογεωγραφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nosogeographic < nosogeography (< νόσος + γεωγραφία) + κατάλ. -ικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”